τσυγκρίζω

τσυγκρίζω
Ν
βλ. τσουγκρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσουγκρίζω — και τσυγκρίζω και τσιγκρίζω Ν 1. συγκρούω ελαφρά δύο αντικείμενα («τσούγκρισαν τα ποτήρια τους») 2. φρ. «τά τσουγκρίζω με κάποιον» μαλώνω, συγκρούομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρούω, ομαι, μέσω τ. *συγκρίζω με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. τσυρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”